δαχτυλίδωμα

δαχτυλίδωμα
το [δαχτυλιδώνώ]
1. η τοποθέτηση μεταλλικού κυλίνδρου σε λαβή ομπρέλας, άκρο μπαστουνιού κ.λπ.
2. η τοποθέτηση δακτυλιόλιθου σε δαχτυλίδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”